Σέκουνδος — Σέκοῡνδος , Σεκοῦνδος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρίνας Σεκούνδος — (1ος αι. μ.Χ.). Έλληνας σοφιστής, που έζησε στη Ρώμη. Ο Νέρων τον έστειλε στην Ελλάδα για να συλλέξει έργα τέχνης για τη διακόσμηση της Ρώμης … Dictionary of Greek
Πλίνιος Κεκίλιος Σεκούνδος — (Plinius Caecilius Secundus). Όνομα 2 Λατίνων συγγραφέων. 1. Γάιος Π. Κ. Σ., ο πρεσβύτερος (Κόμο 23 μ.Χ. – Σταβία – Κόλπος Νεάπολης 79). Σ’ ένα εγκυκλοπαιδικό έργο, που αποτελείται από 37 βιβλία (το μοναδικό από αυτά που σώθηκε αποτελεί πολύτιμη… … Dictionary of Greek
Σαλλούστιος Σεκούνδος Προμώτος — Ρωμαίος πολιτικός και συγγραφέας, που είχε επικληθεί ο Φιλόσοφος. Στους χρόνους του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου υπήρξε έπαρχος της Γαλατίας, στους χρόνους του Ιουλιανού της Ανατολής και κατόπιν ύπατος. Λέγεται πως είναι δική του η πραγματεία Περί… … Dictionary of Greek
Секунд — (Σεκοΰνδος, Деян.XX, 4) один из спутников, сопровождавших ап. Павла из Греции через Македонию до Троады; ничего более о нем неизвестно … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
May 15 (Eastern Orthodox liturgics) — May 14 Eastern Orthodox Church calendar May 16 All fixed commemorations below celebrated on May 28 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 1.2 Oriental Orthodox … Wikipedia
Секунд — (лат. Secundus, «второй») древнеримское имя. Известные Секунды Секунд (греч. Σεκοῦνδος, Деян.20:4) один из спутников, сопровождавших апост … Википедия
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Πομπώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λεύκιος Πομπώνιος από τη Βολωνία. Έζησε γύρω στο 90 π.Χ. Ήταν ο πρώτος που ανύψωσε τα αυτοσχέδια λαϊκά έργα που ονομάζοντανΑτελλανά δράματασε είδος τέχνης με τα μετρικά σχήματα και τους τεχνικούς κανόνες των Ελλήνων.… … Dictionary of Greek
Σεκούνδου — Σεκού̱νδου , Σεκοῦνδος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)